καλλιμάχου

καλλιμάχου
καλλίμαχος
fighting nobly
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Καλλιμάχου — Καλλίμαχος fighting nobly masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αριστοφάνης — I (περ. 445 π.Χ. – 388; π.Χ.). Κωμωδιογράφος. Θεωρείται ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της λεγόμενης αρχαίας αττικής κωμωδίας· είναι ο μόνος του οποίου έχουν διασωθεί ολόκληρες κωμωδίες. Για τη ζωή του δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα. Ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Apollonius of Rhodes — Infobox Biography subject name = Apollonius of Rhodes (polytonic|Ἀπολλώνιος Ῥόδιος) image size = image caption = date of birth = early 3rd century BCE place of birth = Alexandria or Naucratis date of death = late 3rd century BCE place of death =… …   Wikipedia

  • Каллимах (полемарх) — Каллимах (греч. Καλλίμαχος)  афинский полемарх, занимал эту должность в 490 до н. э., накануне Марафонской битвы. Биографические сведения Полководец Мильтиад убедил Каллимаха в необходимости битвы, однако решающее слово оставалось… …   Википедия

  • ARISTOPHANES — I. ARISTOPHANES Arhcon Athenis, Olympiadis centesimae duodecimae annô secundô. Diodor. Sic. l. 17. c. 49. II. ARISTOPHANES Byzantinus Grammaticus, Callimachum senem puet audivit, adultior vero Zenodorum, Dionysium item Iambum, et Euphronida… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • DIONYSIUS — I. DIONYSIUS Corinth. terram versu descripsit. An. fil. Diogenis? II. DIONYSIUS Corinthior. Praesul sub M. et L. Antoninis, vit doctrinâ et sanctitate clarus, scripsit epistolas quasdam valde laudatas. Hieron. Pinyt. graviter monuit, ne grave… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • βούβρωστις — βούβρωστις, η (Α) 1. μεγάλη πείνα, βουλιμία 2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του… …   Dictionary of Greek

  • ισοκράτης — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

  • ισοκρατής — (Αθήνα 436 – 338 π.Χ.). Αθηναίος ρήτορας. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια του δήμου Ερχιάς (κοντά στα σημερινά Σπάτα), όπου ο πατέρας του είχε εργαστήριο κατασκευής αυλών. Δέχτηκε επιμελημένη αγωγή, αποφασιστικός σταθμός της οποίας υπήρξε η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”